φολινικός

φολινικός
-ή, -ό, Ν
(βιοχ.) άλλη ονομασία τού 5-φορμυλο-5, 6, 7, 8-τετραϋδροπτερουλο-L-γλουταμικού οξέος, γνωστού και ως λευκοβερίνη, που αποτελεί μέλος τής ομάδας βιταμινών τού φολικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. (acid) folinic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”